ἀτέοντες

ἀτέοντες
ἀτέω
demented
pres part act masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ατέω — ἀτέω (Α) 1. αψηφώ, περιφρονώ 2. φρ. «Μουσέων ἀτέει» διαπράττει αμάρτημα σε βάρος των Μουσών 3. (μτχ.) ἀτέων παράφορος, εκτός εαυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Χρησιμοποιείται η μτχ. του ρ. (ατέοντα στον Όμηρο και ατέοντες στον Ηρόδοτο), ενώ στον… …   Dictionary of Greek

  • παραχρώμαι — άομαι, ΜΑ μσν. 1. κάνω ερωτικές καταχρήσεις («παραχράται πολύ σφοδρῶς συνουσιάζει, ἀκολάστως μίγνυται εἴρηται δὲ καὶ περὶ ἐκάστου πράγματος ὅ ἐκ περιουσίας γίνεται», λεξ. Σούδα) 2. κάνω κατάχρηση λέξεως («Σοφοκλής παραχρᾱται τῇ λέξει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”